τζαγγάριος

τζαγγάριος
Ο υποδηματοποιός. Βυζαντινός όρος που αναφερόταν σε κάθε είδους κατασκευαστή υποδημάτων. Ο δρόμος όπου βρίσκονταν τα καταστήματά τους στην Κωνσταντινούπολη ονομαζόνταν τζαγγάρια. Προέρχεται από τη λέξη Τζαγγία, που σήμαινε ψηλά υποδήματα τα οποία προσάρμοζαν και στις κνήμες, δεμένα με κορδόνια που είχαν μικρά κουδούνια. Υποδήματα του είδους φορούσαν συνήθως οι άρχοντες. Τα αυτοκρατορικά τζαγγία ήταν κόκκινα, στολισμένα με πολύτιμες πέτρες και χρυσοκέντητους αετούς στο επάνω μέρος του ποδιού, στην κνήμη. Εσωτερικά τα πόδια και οι κνήμες ήταν τυλιγμένες με πλατιές λευκές ταινίες και για τους αυτοκράτορες κόκκινες. Από τον τ. προέρχεται η νεότερη λέξη τσαγγάρης.
* * *
και τζαγκάριος και τσανγά
ριος και τζάγκαρος, ὁ, Μ
τσαγκάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγη «είδος βασιλικού υποδήματος» + κατάλ. -άριος (< λατ. κατάλ. -ārius, πρβλ. ταβουλ-άριος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σάνδαλο — το / σάνδαλον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σάμβαλον, Α το σανδάλι αρχ. ψάρι με πλατύ σχήμα, αλλ. σανδάλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ. ανατολικής προέλευσης. Η εναλλαγή τών συμφωνικών συμπλεγμάτων νδ / μβ στους τ. σάνδαλον, σάμβαλον οδηγεί στο συμπέρασμα… …   Dictionary of Greek

  • σαγγάριος — (Sakarya). Ποταμός της Τουρκίας στη Μ. Ασία, το ολικό μήκος του οποίου φτάνει περίπου σε 650 χλμ., ενώ το βάθος του κυμαίνεται από 3 5 μ. Πηγάζει από το φρυγικό οροπέδιο, ανάμεσα στο Εσκί Σεχίρ και το Αφιόν Καραχισάρ, διατρέχει το οροπέδιο της… …   Dictionary of Greek

  • τζαγκάριος — ὁ, Μ βλ. τζαγγάριος …   Dictionary of Greek

  • τσαγκάρης — ο, Ν παπουτσής, υποδηματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τζαγγάριος* (< τζάγγη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”